περιπλίσσομαι

περιπλίσσομαι
ΜΑ
βάζω τα πόδια μου γύρω από κάτι ή σταυρωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πλίσσομαι «βαδίζω, βηματίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιπεπλιγμένα — περιπλίσσομαι put the legs round perf part mp neut nom/voc/acc pl περιπεπλιγμένᾱ , περιπλίσσομαι put the legs round perf part mp fem nom/voc/acc dual περιπεπλιγμένᾱ , περιπλίσσομαι put the legs round perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεπλιγμένον — περιπλίσσομαι put the legs round perf part mp masc acc sg περιπλίσσομαι put the legs round perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεπλίχθαι — περιπλίσσομαι put the legs round perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπλικτος — ον, Α [περιπλίσσομαι] (για τα σκέλη χορευτών) περίπλεκτος* …   Dictionary of Greek

  • περιπλίγδην — Α (κατά τον Ησύχ.) «περιβάδην». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιπλιγ τού περιπλίσσομαι* (πρβλ. πλίγμα) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] …   Dictionary of Greek

  • περιπλίξ — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με διασταύρωση τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλιγ τού περιπλίσσομαι* + επιρρμ. κατάλ. ς (πρβλ. αμφιπλίξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”